Αυτά τα λουκάνικα ήταν καταραμένα από τη στιγμή που τα αγόρασα. Από την στιγμή που μπήκα στο κρεοπωλείο για να πάρω κάτι μπουτάκια κοτόπουλο, για να κάνω ένα φρικασέ που είχα πεθυμήσει. Τα καρφώνω με το μάτι και εκείνη την ώρα που πήγαινα να τα παραγγείλω, μου λέει η κρεοπώλισσα “Μπράβο… Όχι μπράβο για τη μεγάλη σας προσπάθεια να χάσετε κιλά. Έχετε αλλάξει πολύ από την τελευταία φορά που σας είδα”…
Στο σταυρό που σας κάνω, αλλά δεν με βλέπετε, κοίταξα δίπλα μου να βεβαιωθώ ότι απευθύνετε σε μένα. Γιατί εγώ μαντάμ, έχω γονατίσει το ψυγείο με τα παγωτά στο περίπτερο της γειτονιάς. Κάθε βράδυ αν δεν κατεβάσω ένα κουτί παγωτό, σοκολάτα – καραμέλα, δεν πάω για ύπνο. Τη φράση “αυτά τα κιλά είναι της καραντίνας” εγώ την έβγαλα. Αυτά είναι τα κιλά της καραντίνας, όχι δικά μου. Με το που μας αφήσουν ελεύθερους, θα φύγουν και αυτά αυτόματα. Θα πετάξουν μακριά για άλλους τόπους και άλλες πολιτείες…. Τώρα λοιπόν βρήκες να μου πεις ότι αδυνάτισα; Δηλαδή πριν πως ήμουνα διάολε;
Το προσπερνάω όμως -γιατί εκείνη την ώρα τα ‘χασα βασικά- και προχώρησα στην αγορά των περί ου ο λόγος λουκάνικων. Και φτάνουμε στη χθεσινή βραδιά. Που γυρνάω από τη δουλειά το βράδυ μια σχετικά λογική ώρα, στις 9 , και είχα λιγούρες. Πανάθεμά με. Τα λουκάνικα αργοπέθαιναν στην ψύξη και λέω η έξυπνη “ή τώρα ή ποτέ”. Που ποτέ τους να μην ήτανε. Γιατί αντί να τα βάλω λίγο στο γκριλ ή έστω στο τζάκι βρε αδερφέ, αλλά με κάποιον τρόπο να στάξει το πολύ λιπάκι, εγώ πήγα και γέμισα ένα τηγάνι λάδι, τα έβαλα μέσα, τα σταύρωσα, έκοψα και μια ντοματούλα ( έ να φάω και το λαχανικό μου, πως δηλαδή) και πήγα να μιλήσω βιντεοκλήση με τη φίλη μου τη Τζένη μέχρι να γίνουν. Και έγιναν. Και τα έφαγα. Με μπόλικο ψωμί. Γιατί το ψωμί ήταν χειροποίητο και αμαρτία ήταν τέτοιο διαμάντι να πάει χαμένο. Τα παιδιά στην Αφρική πεινάνε. Μπουκιά και συχώριο που λένε.
Αλλά….. Με το που κατεβάζω και την τελευταία μπουκιά, αρχίζω πιά να μην νιώθω καλά. Αρχίζω να μην νιώθω καθόλου καλά όμως. Που σε πονεί και πού σε σφάζει. Με τα πολλά, και μετά από κάτι γιατροσόφια, πάω να κοιμηθώ. Τί να το κάνεις όμως που κατά τις τεσσεράμιση το πρωί ξεκινάει δεύτερος γύρος. Μετά από καμιά δεκαριά δικές μου βόλτες στην τουαλέτα, σηκώνεται για τη μία bonus και ο άντρας, ο οποίος τη γλίτωσε γιατί είχε φάει από το μεσημεριανό ο άτιμος. Πάει να μπει στην τουαλέτα, ΜΗΗΗΗΗ… του φωνάζω, γιατί αν και δεν ήμουν εκείνη τη στιγμή μέσα η παρουσία μου ήταν ακόμα αισθητή και εντάξει, ας μείνει και λίγο μυστήριο πια σε αυτή τη σχέση.
Πήγε λοιπόν στην άλλη, κοπανώντας πάνω σε πράγματα και μουρμουρίζοντας κάτι ακαταλαβίστικα, που υποπτεύομαι πως ευτυχώς δεν κατάλαβα. Πάμε κάποια στιγμή να κοιμηθούμε ξανά, η ώρα πιά είχε πάει πέντε. Βάζω τη μάσκα του ύπνου και το μασελάκι, βάζει και ο άντρας τις ωτοασπίδες και πέφτουμε να κοιμηθούμε σαν κανονικό ηλικιωμένο ζευγάρι. Έλα μου όμως που ακούω φωνές. “Σήκω” , του λέω “είναι ανοιχτή η τηλεόραση” . “Τί λες μωρέ, εγώ την έκλεισα με τα χεράκια μου. ” Με τα χεράκια σου την έκλεισες αλλά τώρα είναι ανοιχτή, ΣΗΚΩ.”
Πάω αρχικά να δω μήπως ξύπνησε κανένα από τα διαόλια και πήγε στο σαλόνι για μεταμεσονύχτια παιδικά. Αλλά αυτά κανονικά στις θέσεις τους στο δέκατο όνειρο. Ωρεμπούστημ μας την πέσανε λέω από μέσα μου. “Κάποιος μπήκε και βλέπει τηλεόραση στο σαλόνι” λέω στο στεφάνι. “Ρε συ δε θα γαύγιζε ο κόπρος;” μου λέει. Σε αυτό το σημείο να τονίσω πως κόπρο λέει το τρεις παλάμες μαλτέζ, το οποίο στα 3 χρόνια που το έχουμε, ζήτημα να το έχω ακούσει να γαυγίζει 10 με 15 φορές σύνολο και αν μπορούσε θα ήταν όλη τη μέρα ανάσκελα για να τη χαϊδεύουμε και να την ταΐζουμε στο στόμα κονσερβάκια από φιλέτα κοτόπουλου και σολωμού. Αλλά εντάξει η αλήθεια είναι πως, αν και δεν έχω καμιά ψευδαίσθηση πως θα επιτεθεί σε κανένα επίδοξο κλέφτη , ε πως να το κάνουμε, μια αντίδραση αν πάει κάποιος να μπει στο σπίτι, ελπίζω πως θα την έχει.
Παίρνω λοιπόν το μαξιλάρι που κοιμάμαι, το βάζω μπροστά μου, παίρνει και το στεφάνι το τσεκούρι του και πάμε. ” Πήγαινε εσύ μπροστά, αν γίνει κάτι να σώσω εγώ τα παιδιά που έχω το όπλο”. Κατάλαβες ο κύριος; Δώσε μου εμένα βρε άνθρωπε το τσεκούρι και πήγαινε εσύ μπροστά, ήθελα να του πω. Αλλά αυτό δεν το είπα, υποπτεύομαι γιατί κοιμόμουν όρθια. Πεντέμιση το ξημέρωμα ακόμα.
Πάω λοιπόν εγώ μπροστά, το στεφάνι από πίσω, να βρούμε τον επίδοξο ληστή που είχε όρεξη να δει επανάληψη τη Μαλέσκου στο σπίτι μας πρωί πρωί.
Για να μην σας τα πολυλογώ, είχαμε βάλει κάτι σοκολατάκια πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού να τα στολίσουμε τάχα μου, και ο κόπρος – γιατί περί κόπρου πρόκειται- τα έβαλε στο μάτι. Ανέβηκε λοιπόν πάνω στο τραπεζάκι για να τα περιποιηθεί, και άρχισε να πατάει και όλα τα κουμπιά στο χειριστήριο της τηλεόρασης.
Και κάπως έτσι και τα σοκολατάκια εξαφανίστηκαν από το τραπεζάκι του σαλονιού και η πριγκιπέσσα/ κόπρος μας ξαναγύρισε στην ξηρά τροφή.