“Στο γυμνάσιο πήγαινα στο καλλιτεχνικό σχολείο στον Γέρακα», λέει ο 18χρονος Γιώργος.
«Στην Α’ Λυκείου έκανα το λάθος να θέλω να αλλάξω λύκειο και πήγα στον Χολαργό, κοντά στο σπίτι μου. Εκεί στην ουσία ξεκίνησε η κόλαση. Στο τμήμα μου ήταν τρία αγόρια μεγαλόσωμα –το λέω γιατί παίζει ρόλο και αυτό– που από την πρώτη μέρα στην τάξη ξεκίνησαν τα λεκτικά πειράγματα σχετικά με το σχολείο απ’ το οποίο προερχόμουν. Επειδή πήγαινα στο “καλλιτεχνικό”, σήμαινε αυτόματα ότι ήμουν γκέι.
Δεν το έλεγαν ανοιχτά στην αρχή, αλλά με κορόιδευαν.
Εγώ δεν αντιδρούσα καθόλου, όμως η απάθεια ήταν για εκείνους χειρότερη, τους τσίτωνε.
Έτσι, άρχισαν να φωνάζουν ανοιχτά περισσότερα πράγματα: “λουλού”, “πουστάρα” και άλλα υβριστικά και χυδαία. Δεν είχα καθόλου συμπεριφορά γκέι, ούτε μιλούσα σαν κοριτσάκι, ούτε έδινα κανένα δικαίωμα – να πεις ότι τα ρούχα μου είχαν κάτι–, αλλά τους έτρεμα, γιατί ήταν ντερέκια. Γενικά, με τη βία δεν τα έχω καλά, δεν την μπορώ ούτε σαν αστείο και, ναι, φοβόμουν να τα βάλω μαζί τους. Αυτό, άλλωστε, ήθελαν. Στο τέλος με ρωτούσαν ανοιχτά αν είμαι “πουστάρα” και, καθώς δεν απαντούσα, τους ισχυροποιούσα και έγινα το μεγάλο θύμα τους.
Με έβριζαν συνέχεια με όλες τις βρισιές του κόσμου, μου έκλειναν τον δρόμο, μου άδειαζαν τις τσέπες, μου είχαν πάρει το κινητό, τέτοια πράγματα. Μια φορά μου έκαψαν και κάτι βιβλία και τετράδια. Κατά τη διάρκεια του χρόνου και μετά τα Χριστούγεννα όλο αυτό φούσκωνε, μεγάλωνε πολύ.
Μια μέρα με έκλεισαν στις σκάλες, είδαν ότι δεν έχω λεφτά στις τσέπες μου και με πήραν σηκωτό, με έκλεισαν στο ασανσέρ, κρατούσαν κλειστή την πόρτα για τουλάχιστον δέκα λεπτά και ούρλιαζαν βρισιές έξω από την πόρτα. Ήταν εγκλωβισμός, εξευτελισμός, όλα μαζί, και θυμός που δεν μπορούσα να αντιδράσω. Τα έβαζα και με τον εαυτό μου.
Σ’ αυτό το σχολείο δεν είχα ούτε έναν φίλο και κανείς δεν αντιδρούσε, γιατί και τα άλλα παιδιά φοβόντουσαν αυτά τα συγκεκριμένα αγόρια. Ήταν διεστραμμένα άτομα είχαν πρόβλημα σοβαρό. Βέβαια, και το δικό μου πρόβλημα είχε γίνει σοβαρό.
Δεν είχα τη δύναμη να το πω στους γονείς μου.
Τι να τους πω; Ότι με έλεγαν “πούστη”; “Γιατί σε λένε πούστη;”, θα ρωτούσαν. Και έπειτα ένιωθα ότι εγώ έκανα κάτι λάθος, κάτι κακό και τους προκαλούσα. Δηλαδή, εν μέρει τους θεωρούσα σωστούς κι ένιωθα ότι εγώ ήμουν λάθος. Φυσικά, οι επιδόσεις μου στο σχολείο ήταν άθλιες, είχαν πέσει εντελώς.
Μια μέρα με στρίμωξαν σε μια γωνία. Δεν με φόβιζε τόσο το ότι θα με χτυπούσαν, το χειρότερο ήταν να περιμένω το χτύπημα και να μην έρχεται.
Και τότε κατουρήθηκα! Γύρισα σπίτι και σκεφτόμουν ν’ αυτοκτονήσω και είπα στη μητέρα μου ότι δεν ήθελα να ξαναπάω στο σχολείο, ότι ήθελα να πεθάνω και ότι αυτά τα παιδιά μου προκαλούσαν τεράστιο πρόβλημα. Πήγε στο σχολείο, έπιασε τον καθηγητή των Αρχαίων και του είπε όσα ήξερε.
Τους κάλεσαν και τους έκαναν παρατήρηση, επειδή με χτυπούσαν και αυτοί τα αρνήθηκαν όλα. Ήθελα να πεθάνουν όλοι τους. Κάθε μέρα αυτό ευχόμουν, κάτι να πάθουν. Μάλιστα, σκεφτόμουν να μαζέψω λεφτά και να πληρώσω μπράβους για να τους καθαρίσουν. Ονειρευόμουν το βράδυ ότι πέθαιναν με βασανιστήρια, όμως ξύπναγα το πρωί με απογοήτευση που συνέχιζαν να ζουν. Τέτοια οργή είχα μαζέψει μέσα μου. Μόνο το κακό τους με ένοιαζε.
Και ξέρεις; Ο φόβος δεν τέλειωσε ποτέ. Ακόμα και σήμερα φοβάμαι ότι κάτι θα γίνει, μου έχει μείνει μέσα μου αυτό το πράγμα, ότι ξαφνικά κάτι θα γίνει.
Την επόμενη χρονιά ξαναγύρισα στο Καλλιτεχνικό Σχολείο και αποφοίτησα από εκεί, αλλά ήμουν διαφορετικός, άλλο άτομο. Τους ξανασυνάντησα μετά το σχολείο μια φορά στον δρόμο και μου είπαν “γεια, τι λέει;” και τους είπα “γεια”, αλλά το μέσα μου σφίχτηκε και το στομάχι μου μαζί, και διπλώθηκα από τους πόνους αργότερα. Τόσο πολύ δεν τους άντεχα. Όχι, δεν πήγα ποτέ σε ψυχολόγο, δεν έχει ακόμα χρειαστεί».
———————–
O σχολικός εκφοβισμός σαφέστατα επηρεάζει τη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. H αξιολόγηση της κατάστασης που βιώνει το κάθε παιδί εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία του αλλά και από το υποστηρικτικό πλαίσιο.
Τα συναισθήματα που βιώνουν τα θύματα του σχολικού εκφοβισμού είναι πολλά. Στην καθημερινότητά τους αισθάνονται φόβο γι’ αυτό που έχουν ν’ αντιμετωπίσουν, ντροπή γι’ αυτό που τους συμβαίνει, επειδή πιστεύουν ότι όλοι οι συμμαθητές τούς θεωρούν δειλούς και κανείς δεν τους θέλει για φίλους.
Παράλληλα, ντρέπονται να το αποκαλύψουν όχι μόνο σε φίλους αλλά και στους γονείς, επειδή θεωρούν ότι θα τους απογοητεύσουν.
Νομίζουν ότι φταίνε γι’ αυτό που συμβαίνει, εκδηλώνοντας ενοχικά συναισθήματα. Για παράδειγμα, μπορεί να με αποκαλούν “μυτόγκα”, έχω μεγάλη μύτη, άρα εγώ φταίω. Σαφέστατα υπάρχει και θυμός γι’ αυτό που τους συμβαίνει, μόνο που τα προαναφερόμενα συναισθήματα τους ακινητοποιούν και δεν μπορούν ν’ αντιδράσουν.
Έτσι, ο θυμός αυτός εκφράζεται σε οικεία πρόσωπα μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον ή σε πλαίσιο στο οποίο αισθάνονται ασφάλεια, με αποτέλεσμα παιδιά-θύματα να γίνονται αργότερα θύτες.
Συνήθως οι θύτες είναι οι ίδιοι θύματα βίαιας συμπεριφοράς σε κάποιο άλλο πλαίσιο ή από το οικογενειακό τους περιβάλλον. Έχουν υποστεί σωματική τιμωρία και οικογενειακή βία.
Η απόρριψη και ο αποκλεισμός που έχουν δεχτεί προβάλλεται σε άλλα άτομα που τα θεωρούν αδύναμα, είναι διαφορετικά όσον αφορά τη γλώσσα, τη θρησκεία, την εθνικότητα, ή έχουν κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην εμφάνισή τους.
Ο θύτης με τη βίαιη συμπεριφορά του εκφράζει τους δικούς του φόβους και τις δικές του ανασφάλειες, τις οποίες καλύπτει. Η ταπείνωση των άλλων του προσφέρει αίσθηση δύναμης και ανωτερότητας κι έτσι καλύπτει τη δική του χαμηλή αυτοεκτίμηση».
FACTS:
Σύμφωνα με μία πανευρωπαϊκή έρευνα του Χαμόγελου του Παιδιού σε 16.227 μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου, η Ελλάδα βρίσκεται στην 4η θέση ανάμεσα σε 41 κράτη, με το ένα στα τρία Ελληνόπουλα να έχει πέσει θύμα bullying.
Το 16% των μαθητών στις τρεις τελευταίες τάξεις του δημοτικού έχει πέσει θύμα εκφοβισμού, ενώ τα περιστατικά έχουν διπλασιαστεί σε σύγκριση με το 2010. Η έρευνα έγινε από την Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας Παιδιού και Εφήβου σε 35 σχολεία της Αττικής.
Τα θύματα του bullying είναι σε ποσοστό 54,2% παιδιά μη ικανά να αντιδράσουν και σε ποσοστό 40,91% ευαίσθητα παιδιά.
Οι γονείς που έχουν την ανάγκη να μιλήσουν με κάποιον ειδικό Ψυχικής Υγείας μπορούν να απευθυνθούν στην γραμμή της ΕΨΥΠΕ για γονείς και εκπαιδευτικούς: 801 801 1177.
Τα παιδιά και οι έφηβοι μπορούν να μιλήσουν ανώνυμα και χωρίς χρέωση στη γραμμή της ΕΨΥΠΕ για παιδιά και εφήβους: 116 111.
Πηγή: lifo.gr